αγήνωρ

αγήνωρ
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει λοιπόν πάρα πολύ άντρας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Α. ήταν γιος του Ποσειδώνα, αδελφός του Βήλου και εγγονός του Δία, γιατί η μητέρα του, η Λιβύη, ήταν κόρη της Μέμφιδας και του Έπαφου, γιου του Δία και της Ινώς. Όταν ο Α. μεγάλωσε, παντρεύτηκε την Τηλέφασα (= αυτήν που λάμπει από μακριά). Από τον γάμο αυτόν απέκτησε την Ευρώπη και τρεις γιους, τον Φοίνικα, τον Κίλικα και τον Κάδμο. Όταν ο Δίας, θαμπωμένος από την ομορφιά της Ευρώπης, μεταμορφώθηκε σε ταύρο και την έκλεψε, ο Α. πρόσταξε τους τρεις γιους του να πάνε να την βρουν και να μη γυρίσουν αν δεν τη φέρουν μαζί τους. Επειδή όμως δεν κατόρθωσαν vα ανακαλύψουν τα ίχνη της αδελφής τους, δεν ξαναγύρισαν. Σκορπίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε διάφορους τόπους. O Φοίνικας έγινε οικιστής της Φοινίκης, ο Κίλικας της Κιλικίας και ο Κάδμος της Θήβας. Μολονότι τα ονόματα Μέμφις, Λιβύη, Κίλιξ, Φοίνιξ, Κάδμος κάνουν αρκετά βάσιμη την ερμηνεία πως ο μύθος συμβολίζει την εξάπλωση των λαών προς τα δυτικά, άλλοι μελετητές της ελληνικής μυθολογίας, στηριζόμενοι κυρίως στην παράδοση πως o Α. ήταν ο ίδιος βασιλιάς της Φοινίκης, θεωρούν πως ο μύθος συμβολίζει κυρίως τις φοινικικές εποικήσεις στην Ελλάδα, μιας και οι γιοι του έγιναν γενάρχες ελληνικών βασιλικών οίκων, όπως και οι γιοι του Βήλου, Αιγύπτιος και Δαναός, έγιναν αντίστοιχα οι γενάρχες των Αιγυπτίων και του μυθικού λαού των Δαναών. 2. Γιος του Ιάσου και πατέρας του Άργου, βασιλιά του Άργους. 3. Γιος του Πλευρώνα και της Ξανθίππης. Από την Επικάστη απέκτησε τον Πορθάονα και τη Δημονίκη. 4. Γιος του Φηγέα, βασιλιάς της Ψωφίδας, αδελφός του Πρόνοου και της Αρσινόης. Μαζί με τον αδελφό του σκότωσαν τον σύζυγο της αδελφής του Αλκμέονα, που την είχε χωρίσει και πήρε την Καλλιρρόη. 5. Ένας από τους γιους της Νιόβης, που σκότωσαν o Απόλλων και η Άρτεμις. 6. Γιος του Τρώα Αντήνορα, που εμφανίζεται στην Ιλιάδα να πολεμά μόνος του εναντίον του Αχιλλέα. Είπαν πως ο Απόλλων πήρε τη μορφή του για να προκαλέσει σύγχυση στον Αχιλλέα και να επιτρέψει στους Τρώες να υποχωρήσουν. Τελικά, τον σκότωσε o Νεοπτόλεμος. 7.Ένας από τους γιους του Αιγύπτου. Πήρε γυναίκα την κόρη του Δαναού Ενίππη, η οποία και τον σκότωσε.
* * *
ἀγήνωρ (-ορος), ο, η (Α)
(επικό και ποιητικό επίθετο)
1. (στον Όμηρο) α) ανδρείος, ηρωικός
β) ισχυρογνώμων, υπεροπτικός
2. (στον Πίνδαρο) (για ζώα και πράγματα) επιβλητικός, μεγαλοπρεπής, θαυμαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο σύνθετο, με β’ συνθετ. τό ἀνήρ και με α’ συνθετ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < ρημ. θέμα ἄγε- (πρβλ. Ἀγέλαος) + ἀνήρ (= οδηγός ανδρών, επομένως ανδρείος)
η λ. αναλύθηκε με παρετυμολογία σε ἄγαν + ἀνήρ (= ισχυρογνώμων). Σύμφωνα με άλλη άποψη ἄγαμαι + ἀνήρ (= θαυμαζόμενος από τους πολεμιστές).
ΠΑΡ. ἀγηνορία, ἀγηνόρειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀγήνωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνωρ — manly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αστεριάδης, Αγήνωρ — (Λάρισα 1898 – Αθήνα 1977).Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. H καλλιτεχνική του δραστηριότητα καλύπτει μισό αιώνα δημιουργίας και επικοινωνίας με το κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. To 1937 βραβεύτηκε στο Παρίσι… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγήνορα — Ἀγήνωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνορα — ἀγήνωρ manly masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήνορας — Ἀγήνωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνορας — ἀγήνωρ manly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήνορες — Ἀγήνωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνορες — ἀγήνωρ manly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήνορι — Ἀγήνωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”